μαρναμένοιιν

μαρναμένοιιν
μαρναμένοιϊν , μάρναμαι
fight
pres part mp masc/neut gen/dat dual (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάρναμαι — (Α) (αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου 2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.) 3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”